καχύποπτος — suspecting evil masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχύποπτος — η, ο επίρρ. α αυτός που πάντα υποψιάζεται το κακό: Δεν πιστεύει κανέναν, γιατί είναι καχύποπτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καχύποπτον — καχύποπτος suspecting evil masc/fem acc sg καχύποπτος suspecting evil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχυπόπτους — καχύποπτος suspecting evil masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχύποπτοι — καχύποπτος suspecting evil masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέμπιστος — η, ο όποιος δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, ο καχύποπτος … Dictionary of Greek
ενύποπτος — ἐνύποπτος, ον (Α) 1. δύσπιστος, φιλύποπτος, καχύποπτος 2. ύποπτος … Dictionary of Greek
ζηλότυπος — η, ο (AM ζηλότυπος, ον) αυτός που διακατέχεται από το πάθος τής ζηλοτυπίας, ο φθονερός, ο ζηλιάρης («σφόδρα ζηλότυπος ό νεανίσκος ἦν», Αριστοφ.) νεοελλ. (για συζύγους) καχύποπτος για τη συζυγική ή την ερωτική πίστη αρχ. 1. αυτός που έχει προθυμία … Dictionary of Greek
καθυποτοπούμαι — καθυποτοποῡμαι, έομαι (Α) (επιτατ. τού υποτοπώ, ούμαι) μέ καταλαμβάνουν δυσοίωνες υποψίες, έχω μεγάλες υποψίες, είμαι καχύποπτος για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο τοποῡμαι «υποψιάζομαι»] … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek